Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

το μακιγιάζ

  • 1 грим

    грим м το μακιγιάζ
    * * *
    м
    το μακιγιάζ

    Русско-греческий словарь > грим

  • 2 грим

    α.
    1. ψιμυθίωση, μακιγιάζ•

    наложить грим μακιγιάρω•

    снять грим βγάζω το μακιγιάζ.

    2. μολύβια μακιγιαρίσματος.

    Большой русско-греческий словарь > грим

  • 3 разгримировать

    ρ.σ.μ. βγάζω το μακιγιάζ, ξεμακιγιάζω.
    βγάζω το μακιγιάζ μου.

    Большой русско-греческий словарь > разгримировать

  • 4 снять

    сниму, снимешь, παρλθ. χρ. снял, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. снятый βρ: снят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω, φτάνω•

    снять книгу с полки παίρνω το βιβλίο από το ράφι•

    пальто с вещалки παίρνω το πανωφόρι από την κρεμάστρα.

    || βγάζω, αφαιρώ•

    снять паутину со стен παίρνω την αράχνη (ιστό) από τον τοίχο•

    снять чайник с огня βγάζω το τσαγιερό από τη φωτιά•

    снять пальто βγάζω το πανωφόρι•

    снять пену παίρνω τον αφρό, ξαφρίζω•

    снять туфли βγάζω τα παπούτσια•

    снять грим βγάζω το μακιγιάζ•

    шкуру γδέρνω.

    2. αίρω• λύνω• παύω, σταματώ•

    снять блокаду αίρω τον αποκλεισμό•

    снять осаду λύνω την πολιορκία•

    снять арест с имущества αϊ-ι ρω την κατάσχεση της περιουσίας•

    снять запрещение (запрет) αίρω την απαγόρευση.

    || απαλλάσσω• απελευθερώνω, λυτρώνω•

    снять выговор απαλλάσσω από την ποί,νή,

    3. μαζεύω, συγκεντρώνω• συγκομίζω•

    снять урожай μαζεύω τη σοδειά•

    снять яблоки в саду μαζεύω τα μήλα στον κήπο.

    4. (στρατ.) ανακαλώ• απομακρύνω από το πόστο ή την τοποθεσία. || εξουδετερώνω, φο-
    νεύω• παίρνω•

    снять его очередью τον παίρνω με τη ριπή.

    5. διώχνω, κατεβάζω•

    снять безбилетного пассажира κατεβάζω το λαθρεπιβάτη.

    6. απολύω, παύω• απομακρύνω•

    снять с работы απολύω από τη δουλειά.

    7. αποσύρω•

    снять своё предложение αποσύρω την πρόταση μου.

    8. μεταφέρω, βγάζω ακριβώς•

    снять копию βγάζω αντίγραφο•

    фасон с журнала βγάζω σχέδιο από το περιοδικό.

    9. τραβώ, φωτογραφίζω•

    снять кинокартину τραβώ κινηματογραφική ταινία•

    снять детей в фотографии φωτογραφίζω τα παιδιά.• снять во весь рост φωτογραφίζω ολόκληρον.

    10. μισθώνω, (ε)-νοικιάζω•

    снять дачу νοικιάζω έπαυλη.

    11. (χαρτπ.) κόβω τα χαρτιά (για μοίρασμα).
    εκφρ.
    голову – α) θα σου πάρω το κεφάλι (απειλή), β) φέρνω σε πολύ δύσκολη θέση•
    снять допрос (ή показания) – ανακρίνω, παίρνω ανακρίσεις•снять мр-ку παίρνω τα μέτρα (διαστάσεων, μεγέθους)•
    снять подряд на чтоβλ. подрядиться• снять швы βγάζω τις κλωστές (από τη ραμμένη πληγή)•
    снять с учта – διαγράφω, ξεγράφω• σβήνω από τα χαρτιά•
    как рукой -ло – πέρασε μονομιάς (γιαπόνο, κούραση κ.τ.τ.)• снять с себя ответственность απαλλάσσομαι της ευθύνης.
    1. βγαίνω, εξέρχομαι, αποσπώμαι•

    топор -лся с топорища το τσεκούρι βγήκε από το στειλώρι.

    2. εξαφανίζομαι, χάνομαι• φεύγω.
    3. αφαιρούμαι, απαλείφομαι•

    грим легко -лся το μακιγιάζ εύκολα βγήκε.

    4. αποδεσμεύομαι, απελευθερώνομαι• απαγκιστρώνομαι.
    5. απέρχομαι, αφήνω, εγκαταλείπω.
    6. πηγαίνω, κατευθύνομαι.
    7. φωτογραφίζομαι.
    εκφρ.
    снять с учта – διαγράφομαι, ξεγράφομαι, σβήνομαι από τα χαρτιά.

    Большой русско-греческий словарь > снять

  • 5 макияж

    η ψιμυθίωση, разг. το μακιγιάζ, το μακιγιάρισμα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > макияж

  • 6 грим

    грим
    м τό μακιγιάζ, τό μακιγιάρισμα:
    наложить \грим μακιγιάρω· снять \грим ξεμα-κιγιάρω.

    Русско-новогреческий словарь > грим

  • 7 make-up

    1) (cosmetics applied to the face etc: She never wears any make-up.) μακιγιάζ
    2) (the set, or combination, of characteristics or ingredients that together form something, eg a personality; composition: Violence is just not part of his make-up.) χαρακτήρας,ψυχοσύνθεση/σύνθεση,διάταξη

    English-Greek dictionary > make-up

  • 8 грим

    [γκρίμ] ουσ. α. μακιγιάζ

    Русско-греческий новый словарь > грим

  • 9 грим

    [γκρίμ] ουσ α μακιγιάζ

    Русско-эллинский словарь > грим

См. также в других словарях:

  • μακιγιάζ — και μακιγιάρισμα, το 1. τεχνική που έχει ως σκοπό τον εξωραϊσμό τού προσώπου με τη βοήθεια καλλυντικών 2. τεχνική λεπτομερειακού φτιασιδώματος τού προσώπου ενός ηθοποιού με τη χρήση διαφόρων καλλυντικών και άλλων βοηθητικών ουσιών με σκοπό να… …   Dictionary of Greek

  • μακιγιάζ — το άκλ. (λ. γαλλ.), ο καλλωπισμός του προσώπου με διάφορα καλλυντικά: Ποτέ δεν κυκλοφορεί χωρίς μακιγιάζ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • ντεμακιγιάζ — το άκλ. η αφαίρεση τού μακιγιάζ από το πρόσωπο με τη χρησιμοποίηση ειδικής καλλυντικής κρέμας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. demaquillage < γαλλ. demaquiller «αφαιρώ το μακιγιάζ»] …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • ενδυματολογία — Όρος που αναφέρεται στην επιλογή ή και στη δημιουργία των θεατρικών κοστουμιών των προσώπων που δρουν επί σκηνής. Πολύ συχνά το ίδιο πρόσωπο αναλαμβάνει τόσο τη σκηνογραφική όσο και την ενδυματολογική επιμέλεια της παράστασης. Ειδικά ενδύματα,… …   Dictionary of Greek

  • κωμικός — Ηθοποιός που ερμηνεύει κωμικούς ρόλους. Ενώ η τέχνη της πρόκλησης του γέλιου στο κοινό έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα, ο γνήσιος τύπος του κ., ολοκληρωμένος και με σαφώς καθορισμένο χαρακτήρα, συναντάται μόνο στον πιο ταιριαστό σε αυτόν… …   Dictionary of Greek

  • μακιγιάρισμα — το [μακιγιάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μακιγιάρω, το μακιγιάζ …   Dictionary of Greek

  • Γουίλιαμς, Έμλιν — (Emlyn Williams, Μόστιν, Ουαλία 1905 – 1987). Άγγλος συγγραφέας και ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Μετά την ολοκλήρωση φιλολογικών σπουδών, ασχολήθηκε με το θέατρο ως συγγραφέας και ηθοποιός. Ως ηθοποιός είχε ιδιαίτερη επιτυχία στο… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»